πηγή:christostsantis.com
1. Ο Ναζί και ο Dybbuk
Ποιό
μακάβριο παιχνίδι παίζεται μέσα στον Ναζί; Ποιός είναι ο κεντρικός
πυρήνας των ανομολόγητων εκείνων ψυχικών διεργασιών μέσα στις οποίες
διαμεσοποιείται η μετατροπή ενός «κοινού», μέχρι χθες, «ανθρωπάκου» σε
αντισημίτη σήμερα και σε δήμιο αύριο;
Αν ήτανε ποτέ δυνατό να βρεθείς ξανά στη χαμένη για πάντα Yiddishland εκεί, ανάμεσα στο Δούναβη και στο Βόλγα, στον πυρπολημένο κόσμο των Shtetl των
Εβραίων που μιλούν γίντις, το μελωδικό κράμα μεσαιωνικών γερμανικών με
σλάβικες και εβραϊκές λέξεις, αν ήταν ποτέ δυνατό να συναντήσεις ξανά
κάποιον Rebbe, ένα διδάσκαλο των Ευσεβών, των Χασσιντίμ που δεν άνθισαν ματαίως, αν ήταν ποτέ δυνατό να βάλεις στο φάντασμα το φριχτό ερώτημα: Τί
στοιχειώνει τη ψυχή ενός Ναζί; Η απάντηση θα ερχόταν απλή και έμμεση
πάντα, μεταφορική και ταυτόχρονα κυριολεκτική, δηλαδή τυπικά εβραϊκή: Ο Dybbuk!

Ο Dybbuk
το ξωτικό. Με τη διπλή, πάντα, έννοια της λέξης, τόσο τη συνήθη, όσο
και την άλλη, την κυριολεκτική: το εξω-τικό, το ον που όχι μόνο
προέρχεται έξω από τα κρατούντα πλαίσια της φυσικής και κοινωνικής τάξης
αλλά και που συνίσταται, είναι πλασμένο από την στόφα του έξω, είναι
πάντα έξω όσο μέσα κι αν έχει εισχωρήσει-ιδιαίτερα τότε. Διαρκώς
εξώ-βλητο, σε έξω-ρία. Όσο κι αν έχει συγ-κλεισθεί παραμένει
αποκλεισμένο και , εξ ορισμού, απειλητικό σαν εξω-τικό, ως εξώ-τατον,
έξω-από-δω, για την έσω-τερική καθεστηκυία τάξη.
Ο Dybbuk δηλαδή ο Διφυής, ο Δισ-υπόστατος (όχι ο Διά-βολος), το πλάσμα που ζει ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον κόσμους, tvishn tsvey veltn,
και διαρκώς πηδάει από τον έναν κόσμο στον άλλο, όπως ο σκίουρος από
κλαρί σε κλαρί, από δέντρο σε δέντρο, φευγαλέος σαν αστραπή.
«Dybbuk» ή και «tvishn tsvey veltn» (Μεταξύ Δύο Κόσμων)
ονομάζεται το πιο διάσημο έργο του λαϊκού θεάτρου γίντις. Γραφόταν επί
εφτά χρόνια, από το 1912 και πρωτοανεβάστηκε στη Βαρσοβία το 1919, ένα
χρόνο πριν το θάνατο του συγγραφέα του. Ο ίδιος ο δημιουργός του ήταν
από κάθε άποψη ένας Dybbuk, ζώντας και μεταπηδώντας διαρκώς μεταξύ δύο κόσμων, με διπλή ιδιότητα και διπλό όνομα.
Το όνομα που πήρε από τον πατέρα του όταν γεννήθηκε ήταν Shloyme Zanvl ben Aaron Ha Cohen Rappoport (1836-1920). Ο ίδιος αργότερα, άλλαξε το εβραϊκό όνομα και πατρώνυμο, το Shloyme ben Aaron ή Σολομών Ααράνοβιτς, στο ρωσικότερο Σεμυόν Ασίμοβιτς,
μπαίνοντας στο Ρωσικό επαναστατικό κίνημα. Επιπλέον τη νέα ζωή του τη
συνδέει περιέργως (για τους μη εβραίους) όχι με το όνομα του πατρός του
αλλά συνειδητά με το όνομα της μητρός του Άννας. Έτσι συμμετέχει στη Bund, τη Γενική Ένωση Εβραίων Εργατών Ρωσίας, Λιθουανίας και Πολωνίας (όπου γράφει και τον ύμνο της Dishvue-ο όρκος) και στη συνέχεια στους Σοσιαλεπαναστάτες με το όνομα Z. Sin anni
(στα ρωσικά: γιός της Άννας). Σαν «γιός της Άννας» εξελέγη και
αντιπρόσωπος των Σοσιαλεπαναστατών στο επαναστατικό Σοβιέτ της
Πετρούπολης το 1917.

Ο Dybbuk
δεν είναι απλώς ένα πλάσμα της λαϊκής μυθολογίας γίντις. Περισσότερο
από μύθος των Εβραίων είναι εικόνα του ίδιου του Εβραίου αλλά όχι μόνου
του: πάντα μαζί με τον Άλλο που κουβαλάει μέσα κι έξω του. Μαζί με τον
εφιάλτη του. Μόνο ο εγκλεισμός στο γκέτο μπορούσε να πλάσει ένα τέτοιο φάντασμα κλειστοφοβίας που μετατρέπεται όμως και σε οδό διαφυγής. «Αν ο Dybbuk μπαίνει και βγαίνει διαρκώς από τούτον τον κόσμο, γιατί όχι κι εμείς»; Ο Dybbuk είναι
ο Εβραίος με το βασανιστικό ερωτηματικό που κουβαλάει πάντα στη ράχη
του και δεν βλέπει ποτέ. Με την μαύρη σκιά που τον περιβάλλει (ή μήπως
είναι η σκιά του Μεσσία;).

Σ’ έναν κόσμο με κυρίαρχο των Άνθρωπο Χωρίς ιδιότητες-το είδε καθαρά ο Robert Musil-ποιά θέση μπορεί να υπάρξει για ανθρώπους με διπλή ιδιότητα, για κάποιους φτωχοδιάβολους Dybbuk;
2. Ο Χίτλερ στην Βιέννη
Στο Mein Kampf ο Χίτλερ
περιγράφει πως έγινε ο ίδιος αντισημίτης. Αποτελεί την πιστότερη ίσως
περιγραφή για το πως ένας μικροαστός, κάτω από ορισμένες
ιστορικοκοινωνικές συνθήκες, αρχίζει να μισεί τους Εβραίους και να
μετατρέπεται σε εν δυνάμει Χίτλερ.

Είναι
χαρακτηριστικό ότι η αντισημιτική/ρατσιστική αντίδραση, στην αφετηρία
της, επισημαίνει βεβαίως τη Διαφορά αλλά κινητοποιείται μόνο όταν την
βλέπει να αυτο-αίρεται και να ενσωματώνεται αφανής στην Ταυτότητα. Μ’
άλλα λόγια, το χαρακτηριστικότερο στη γένεση της
αντισημιτικής/ρατσιστικής τάσης δεν είναι τόσο η απόρριψή της Διαφοράς
όσο ο φόβος για την ανασφαλή Ταυτότητα, που ενώ δεν φαίνεται ότι
αλλοιώνεται στην πραγματικότητα ήδη εμπεριέχει την αόρατη αλλοίωση και
γίνεται, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Balibaz, μία αμφίβολη Ταυτότητα.
Όπως λέει ο V. Jankelevitch «ο
αντισημιτισμός απευθύνεται σ’ έναν άλλο που είναι αδιόρατα άλλος,
εκφράζει την ανησυχία που ο μη Εβραίος δοκιμάζει μπροστά σ’ αυτόν τον
άλλον τον σχεδόν αξεχώριστο από τον εαυτό του, τη δυσφορία του όμοιου
απέναντι στον σχεδόν όμοιο».
Εδώ ακριβώς
διαφέρει ο αντισημιτισμός από τους άλλους ρατσισμούς που αναφέρονται σε
εξωτερικά σημεία διαφορετικότητας, για να καλυφθούν συχνά πίσω απ’
αυτά.

Ακριβώς για
αυτόν τον λόγο, πρέπει κανείς να ξεκινήσει από τον αντισημιτισμό για να
κατανοήσει και να πολεμήσει κάθε ρατσισμό (μαζί κι αυτόν που υπέστη ο
παλαιστινιακός λαός, όπως σωστά επεσήμανε ο δίκαιος Yeshayahu Leibowitz). Όχι αντίστροφα.

Εκείνο που
φοβάται, απεχθάνεται και εξω-ορκίζει είναι η παρουσία της Διαφοράς μέσα
στην Ταυτότητα και της Ταυτότητας μέσα στην Διαφορά. Απ’ αυτήν την
σκοπιά, της απόρριψης της ενότητας της Ταυτότητας και της Διαφοράς,
καταλαβαίνουμε πόσο διορατικός ήταν ο Wilhelm Reich όταν αποκαλούσε τον εθνικοσοσιαλισμό «κοσμοθεωρία της αναφροδισίας».

Γιατί τρέμει
την αντίφαση, προπαντός την εσωτερική αντίφαση, που παραμένοντας επί
μακρόν άλυτη και παροξυνόμενη, καταστρέφει από τα μέσα και αποδομεί την
τάξη από την οποία προέρχεται (εξαθλίωση μικροαστών, μαζική ανεργία
κ.λπ.) τον ίδιο του τον κοινωνικό κόσμο. Οι δημαγωγοί του δείχνουν έναν
εύκολο και πειστικό τρόπο να ξεμπερδέψει με την αντίφαση-ακυρώνοντάς
την: «τίποτα το αρνητικό δεν υπάρχει στο ίδιο, το αίτιο του κακού δεν
βρίσκεται μέσα στον κόσμο σου αλλά στον άλλο, εκτός κόσμου που τον
μολύνει».
Ο Ναζισμός είναι η ακραία μορφή απόρριψης κάθε διαλεκτικής. Όπως σημειώνει εύστοχα ο Λ. Τρότσκυ στα «Φιλοσοφικά Τετράδια» του:
«ο
εθνικοσοσιαλισμός αντιπροσωπεύει μια ακραία αντίδραση κατά της
διαλεκτικής πιο φορτισμένη στη συνέπειά της από τον Ιταλικό φασισμό, που
είναι εκλεκτικιστικός πέρα ως πέρα. Ο φιλοσοφικός εθνικοσοσιαλισμός
έχει ως στόχο ακριβώς την ιδέα της ανάπτυξης: ως εκ τούτου απορρίπτει με
μοχθηρία όχι μόνο τον Μαρξισμό αλλά και τον Δαρβινισμό-θέλει να γυρίσει
τη γνώση σε στατικές αρχές σε σχέση με την ανθρώπινη κοινωνία. Σαν
τέτοιες κατηγορίες χρησιμοποιούνται η φυλή και το αίμα. Η ισχύς της
διαλεκτικής σκέψης εδώ αποδεικνύει τη δύναμή της με τη μέθοδο της
αντιστροφής. Η συνεπής αντίθεση στη διαλεκτική σε ρίχνει πίσω, στα βάθη
του Τευτοβούργειου Δάσους».

Ο
αυτοεγκλεισμός στην αφηρημένη Ταυτότητα της φυλής, σε μια φενάκη δεν
λύνει την υπαρκτή κρίση ταυτότητας αλλά την τραβάει στα άκρα, μέχρι την
καταστροφή κάθε ανθρώπινης Ταυτότητας.
3. Κρίση ταυτότητας
Ο μεγάλος Γερμανός δραματουργός Heiner Müller έχει σκιαγραφήσει πολύ διεισδυτικά τη σχέση ανάμεσα στην κρίση ιστορικής ταυτότητας της Γερμανίας και στην τραγωδία του 20ου αιώνα με το θρίαμβο του Χιτλερισμού και τη Shoah, την καταστροφή των Εβραίων. Ο Müller υπενθυμίζει ότι η Γερμανία γνώρισε την πρώτη μεγάλη κοινωνική επανάσταση των Νέων Καιρών, τον πόλεμο των Χωρικών, που πνίγηκε στο αίμα τον 16ο αιώνα.
Τον επόμενο αιώνα ο Τριακονταετής πόλεμος έπνιξε μέσα στις βαρβαρότητες
και τα δεινά τη κάθε λαϊκή διάσταση και προοπτική. Ακολούθησαν αιώνες
στασιμότητας και παρακμής όλων των κοινωνικών δυνάμεων μέχρι να
εμφανιστεί και να χαθεί ξανά η ιστορική ευκαιρία με την αστική
επανάσταση του 1848 την οποία πρόδωσε η ίδια η γερμανική αστική τάξη.

«Γι’ αυτούς τους λόγους» λέει ο H. Müller
«η Γερμανία δεν έπλεξε έναν αυθεντικό δεσμό με την Ευρώπη και βρίσκεται
ακόμη μετέωρη μεταξύ Ανατολής και Δύσης πάντα μέσα στο φόβο ότι δεν
έχει την ιδιαίτερή της ταυτότητα. Από το φόβο έλλειψης της ταυτότητας
γεννιέται η ενόρμηση του θανάτου, η επιθυμία και να εκμηδενίσεις και να
εκμηδενιστείς…μπορεί να φανεί παράξενο αλλά υπάρχει μια αλλόκοτη, μια
πλήρης συγγένεια ανάμεσα σε Εβραίους και Γερμανούς, ιδιαίτερα σε σχέση
με τα προβλήματα της ταυτότητας. Και οι δύο λαοί δε νοιώθανε στο σπίτι
τους στη Γερμανία και ζούσαν μια διάσταση αποξένωσης, Μέσα από τέτοιες
ομοιότητες προκλήθηκε μια καταστροφική σύγκρουση».
Είναι απαραίτητες μερικές διευκρινήσεις. Πρώτον η «καταστροφική σύγκρουση» ήταν μονόπλευρη,
προήλθε αποκλειστικά από τους κόλπους της μιας, της κυρίαρχης
αποξενωμένης εθνότητας. Οι Εβραίοι αντίθετα, έκαναν τα πάντα (και
μάλιστα ό,τι δεν έπρεπε) για να την αποφύγουν. Δεύτερον, η συνάντηση
λαών στρωμάτων ή ατόμων με κρίση ταυτότητας σε μια μεταβατική περίοδο
της ιστορίας δεν συνεπάγεται αναπόφευκτα την σφαγή του ενός από τον
άλλο. Απαιτούνται κι άλλοι όροι, κι άλλοι κρίσιμοι διαμεσολαβητές. Πάντως η παρατήρηση του Müller παραμένει σωστή εντοπίζοντας τη πιο αναγκαία (και μη ικανή) συνθήκη και την ιστορική της ρίζα.


Η προώθηση του καπιταλισμού, που ήδη έμπαινε διεθνώς στη ιστορική του παρακμή, στην Yiddishland έδωσε στους παραδοσιακούς Dybbuk νέες διφορούμενες μορφές-εκείνες με τις οποίες θα οδηγηθούν στους θαλάμους αερίων.

Στο περίφημο Γράμμα στον Πατέρα του αλλά και στο συνολικό του έργο, ρίχνει αμείλικτο φως στην άθλια αυτή κατάσταση του εβραίου Dybbuk, που
ζει μεταξύ δύο κόσμων, του παλιού αγροτικού γκέτο, στο οποίο δεν μπορεί
να επιστρέψει, και του νέου αστικού περιβάλλοντος στο οποίο δεν μπορεί
να αφομοιωθεί. Είναι-έλεγε ο Kafka-σαν ένα αγρίμι που
τα πίσω πόδια του είναι κολλημένα στο παρελθόν ενώ τα μπροστινά
παραμένουν στον αέρα, αδυνατώντας ν’ ακουμπήσουν στο νέο έδαφος. Υπάρχει μια ασαφής πιστότητα στην παράδοση και μία ασαφής επιδοκιμασία της ρήξης μαζί της «κι ό,τι πιο εξοργιστικό υπάρχει είναι αυτή η ασάφεια».
Ο Dybbuk της μεγαλούπολης προσπαθεί απεγνωσμένα, όπως ο κ. Κ. στον Καφκικό «Πύργο», να γίνει όμοιος στον Gerstäcker και στον Laseman μάταια. Είναι πάντα υπεράριθμος στην αλυσίδα.

Από τη μεριά τους οι ιδεολόγοι του Ναζισμού το είχαν καταλάβει, με τον δικό τους ζωώδη τρόπο. Γι’ αυτό και το Mein Kampf ταυτίζει τον «αγώνα κόντρα στην εβραϊκή πανούκλα» με εκείνον ενάντια «στον δηλητηριαστή της γερμανοσύνης Παγκόσμιο Ιουδαίο Καρλ Μαρξ».
Είναι τυχαίο ότι η οριστική απόφαση για την «Τελική Λύση» πάρθηκε
ταυτόχρονα με εκείνη της εξαπόλυσης της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα ενάντια
στη Σοβιετική Ένωση, «το προπύργιο του Εβραιομπολσεβικισμού»;

Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί αυτό που ο Ράϊχ ονόμασε «η μαζική ψυχολογία του φασισμού»
απλώς σαν μια μορφή «ψευδούς συνείδησης» όπως τη βλέπει ένα ρεύμα
σκέψης που (κακώς) ονομάστηκε εγελιανο-μαρξιστικό, με κύριο σημείο
αναφοράς τον G. Lucacs της πρώτης περιόδου, εκείνης του έργου του «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση».
Παρόλο που υπάρχει ένα ορθολογικό στοιχείο σ’ αυτήν την αντίληψη (ο
αντισημιτισμός αντανακλά συγκεκριμένες ιστορικές κοινωνικές σχέσεις και
παίρνει ιστορικά καθοριζόμενες ιδεολογικές μορφές) δεν μπορεί, με
κανέναν τρόπο, να καλύψει την τρομερή έκταση και το βάθος του
ανορθολογισμού που εξερράγη με τη φασιστική θηριωδία.

Καθόλου τυχαία ο Φραντς Κάφκα είχε μιαν εντελώς αντίθετη αντίληψη, που την εκφράζει στο γράμμα του στον Φραντς Βέρφελ, τον Δεκέμβριο του 1922:
«Δεν
είναι κάποια ευχαρίστηση ν’ ασχολείται κανείς με την ψυχανάλυση κι εγώ
κρατιέμαι όσο το δυνατόν πιο μακριά αλλά υπάρχει όσο τουλάχιστον αυτή
εδώ η γενεά. Από πάντα, μαζί με τις οδύνες του και τις χαρές του, ο
ιουδαϊσμός παράγει σχεδόν ταυτόχρονα μ’ αυτές και το σχετικό σχολιασμό
του Ρασί, το ίδιο και τώρα».
Μ’ άλλα λόγια παρά τη δηλωμένη δυσφορία του ο Κάφκα ανεβάζει τον Ζίγκμουντ (ή Σλόμο) Φρόυντ στη θέση που είχε στο μεσαίωνα ο Σλόμο Ιτσχακί ή Ραμπάν σελ Γισραέλ, γνωστότερος από το ακρωνύμιο Ρα-σί (1040 ή 1028-1115), ο σοφότατος ερμηνευτής της Βίβλου και του Ταλμούδ.
Αιώνες μετά την ταφή του στο νεκροταφείο της Πράγας, όταν μια νέα γενιά
με τα δικά της τρομακτικά βάσανα και τις αστραπιαίες χαρές της θα έρθει
στο φως-η γενιά που θα γνωρίσει πογκρόμ αλλά και την πρώτη λάμψη του
1905, την έφοδο στον ουρανό το 1917 αλλά και το ζόφο της Shoah, θα γεννηθούν μαζί κι οι ερμηνευτές. Ανάμεσά τους, τον ίδιο καιρό, που ο Άνσκυ, ο γιος της Άννας, συναντάει παντού τον Dybbuk, θα έχει ήδη ανοίξει το δρόμο του ο γιός της Άννας-Δεβώρας με το γερμανικό όνομα της Χαράς-Freud-θα έχει δείξει πως «το Εγώ δεν είναι αφέντης στο σπίτι του» και θα έχει κινήσει τα νερά του Αχέροντα contra superos…
Σίγουρα η
μονόπλευρη χρήση της ή, ορθότερα, η ad nauseam κατάχρηση στην οποία μας
συνήθισαν οι επίγονοι κάθε σχολής και αίρεσης, δεν θα το κατορθώσει
ποτέ.
Από την
άλλη, η ίδια η νέα εν τω γεννάσθαι επιστήμη είναι σάρκα από τη σάρκα της
ίδιας της ιστορικής τραγωδίας, η αυτο-αντανάκλασή της. Χωρίς την
ψυχανάλυση, οποιαδήποτε ιστορική-υλιστική ερμηνεία θα είναι περιορισμένη
και τελικά ανι-ιστορική, μηχανιστική, μη υλιστική. Ποιός μπορεί να στερήσει τη Shoah από τον Rashi της;
Όλα όσα
έχουν προαναφερθεί για την κρίση ταυτότητας και το ρόλο της στη γένεση
του αντισημιτισμού και του φασισμού εκφυλίζονται σε Ego Psychology αν δεν εντάσσονται στη γενικότερη προβληματική του Φρόυντ, και παραπέρα, με την αποσαφήνιση κι ανάπτυξη που έφερε στη διάρκεια της «επιστροφής στον Φρόυντ», ο Jacques Lacan (ιδιαίτερα με τη μορφογένεση του Εγώ στο στάδιο του Καθρέφτη, το σχήμα L και, conditio sine qua non, τη διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο του Ασυνειδήτου και Εγώ).
Εντελώς
συνοπτικά, σύμφωνα με τη λακανική ψυχαναλυτική προσέγγιση, το υποκείμενο
αναδύεται ως επίπτωση σημαίνοντος του Συμβολικού, του γλωσσικού
σύμπαντος, της συμβολικής τάξης του Άλλου και εντάσσεται σε αυτήν την
τάξη, όπου «αντιπροσωπεύει ένα σημαίνον για ένα άλλο σημαίνον», έχοντας ήδη αλλοτριωθεί εν τη γενέσει του. Η σκοτεινή περιοχή αλληλοεπικάλυψης υποκειμένου και Άλλου είναι το ασυνείδητο.
Το
υποκείμενο του ασυνειδήτου βρίσκει τον εαυτό του ως εαυτό, ως Εγώ, «εις
άλλον τόπον», μέσω της επένδυσης και εσωτερίκευσης της κατοπτρικής
εικόνας του ομοίου του μικρού άλλου μέσα από μια δυναμική που
επι-καθορίζεται από τον μεγάλο Άλλο, την ισχύουσα Συμβολική τάξη
πραγμάτων.
Τα παραπάνω συνοψίζονται κατ’ αρχήν στο σχήμα L του Lacan.
Το
υποκείμενο Υ συλλαμβάνει τον εαυτό του μόνο μέσω του άλλου ομοίου ά όπως
αυτό κατοπτρίζεται μέσω του εικονικο-φαντασιακού άξονα ά-α,
εσωτερικεύεται και μορφοποιείται σαν Εγώ α. Τα ανύσματα Α-Υ (συμβολικός
άξονας Α-Υ) και Α-α, δείχνουν τον καθοριστικό ρόλο του Συμβολικού του
μεγάλου Άλλου στην ενεργοποίηση του υποκειμένου και σ’ ό,τι συντελείται
μέσα σ’ αυτό που μορφοποιείται σαν Εγώ.
Από το καραβόσκοινο που ρίχνει ο Lacan στο
πηγάδι αρπαζόμαστε από μερικούς βασικούς κόμπους: α) το Υποκείμενο δεν
ταυτίζεται με το Εγώ που μορφοποιείται σε δεύτερο χρόνο, β) το
Υποκείμενο συλλαμβάνει τον εαυτό του σαν Ταυτότητα μόνο μέσω των άλλων
ομοίων του, που ο αντικατοπτρισμός τους μορφοποιεί, ως εικονο-φαντασιακή
κατασκευή, το Εγώ, γ) στην όλη διαδικασία καθοριστικό ρόλο παίζει ο
Άλλος, το Συμβολικό κατά τον Lacan του Σεμιναρίου ΙΙ, το κοινωνικό είναι για μας.

Για τον
σχηματισμό και τη συνεχή τροφοδότηση του Εγώ και του ναρκισσισμού του
υπεύθυνη είναι η εισχώρηση της εικόνας του άλλου. Μέσα απ’ αυτήν γίνεται
η ταύτιση του εαυτού με τον όμοιο και ο αποκλεισμός ταυτόχρονα από τον
άλλο. Το Εγώ ως διαχωριστική μεμβράνη αποκλείει τον άλλο γιατί
πρώτα-πρώτα μπορεί να με αποστερήσει από ένα τρίτο, κοινά διεκδικούμενο
αγαθό. Εδώ βρίσκεται η σπερματική μορφή της επιθετικότητας. Για αυτό και
ο Lacan ονόμασε αυτή τη συσσωρευμένη γνώση, την εισχώρηση/αποκλεισμό της εικόνας του άλλου, «παρανοϊκή γνώση».

Η απειλή που εμφανίζεται εδώ είναι η κατακρήμνιση, η παλινδρόμηση στην προ-εγωτική κατάσταση του corps morcolé, του τεμαχισμένου σώματος.
Κι η βίαιη αντίδραση ξεπερνάει κάθε προηγούμενο επιθετικότητας, καθώς η
κατάσταση του τεμαχισμένου σώματος εκσφενδονίζεται πίσω από τον
αλλόμοιο που το είδωλό του είναι υποτίθεται υπεύθυνο για την απειλητική
επανεμφάνισή της.
Η ορμή εδώ παίρνει όλους τους χαρακτήρες αυτού που ο Freud ή και στη συνέχεια ο Lacan ονόμασαν ενόρμηση θανάτου: όχι
απλώς μια κίνηση παλινδρόμησης πίσω στην κατάσταση της γενικής αταξίας
και ισορροπίας της νεκρής ανόργανης ύλης αλλά πρώτα και κύρια κίνηση, να
γίνουν τα πάντα tabula rasa και νέα αφετηρία. Καταστροφή των πάντων ως προϋπόθεση για την δημιουργία ενός κόσμου χωρίς μιάσματα.
Μ’ αυτήν την έννοια ο W. Benjamin μίλαγε για το φασισμό σαν «αισθητικοποίηση της πολιτικής». Δεν
αναφερόταν μόνο στις παράτες της Νυρεμβέργης αλλά και στη συνολική
δαιμονική άποψη της ex nihilo δημιουργίας ενός φυλετικά «καθαρού»
κόσμου, σύμφωνα μ’ όλους τους κανόνες υγιεινής που προβλέπουν τα SS και η
χρήση του Zyclon B κατά των παρασίτων, μ’ όλο το φθόνο του θρεμμένου με
Kitsch μικροαστού απέναντι στην υψηλή κουλτούρα, μ’ όλη τη μοχθηρία των
ratés και των ατάλαντων απέναντι στο πνεύμα.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην περίπτωση του υπό διαμόρφωση αντισημίτη Ναζί.
Η όλη διαλεκτική της αναγνώρισης του άλλου από το υποκείμενο εμπλέκεται
κάτω από την επίδραση μιας σημαίνουσας τάξης ενός κόσμου που καταρρέει,
οπότε ο ίδιος άξονας του άλλου όμοιου και του Εγώ, «πολωμένος αρνητικά»
κατά διαστήματα, διακόπτει στη διάρκειά τους το ρεύμα και την όλη
λειτουργία του κυκλώματος.

Το
αλλοτριωμένο υποκείμενο, μέσα στην ιστορία, την προσδιορισμένη και
προσδιορίζουσα σημαίνουσα τάξη της εποχής, δυσκολεύεται ακόμα και
αδυνατεί να βρει τον εαυτό του. Έτσι ωθείται και ωθεί την εμφάνιση
ενός Λόγου του Αυθέντη, που έχει τα χαρακτηριστικά του προαστικού
Αυθέντη, του «φωτισμένου» και «φιλολαϊκού» δεσπότη πριν από την
κυριαρχία του σύγχρονου παρακμασμένου, κλυδωνιζόμενου από την κρίση
καπιταλισμού.

Ο Lacan μιλάει, και μάλιστα σε άμεση αναφορά στο Ναζισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για την «προσφορά
σε σκοτεινούς θεούς ενός αντικειμένου θυσίας σα μια τερατώδη αλλά
σχεδόν ακατανίκητη σαγήνη… Η θυσία σημαίνει ότι μέσα στο αντικείμενο των
επιθυμιών μας προσπαθούμε να βρούμε την μαρτυρία της επιθυμίας αυτού
του Άλλου που ονομάζω εδώ ο σκοτεινός Θεός».
Παρά τη γοητεία της σκέψης, δεν θ’ ακολουθήσουμε εδώ τον Lacan για διάφορους ιστορικοφιλοσοφικούς και αναλυτικούς λόγους. Περιοριζόμαστε τώρα στη βασική ένσταση: σ’ όλη τη μετά τη Shoah
και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο υπάρχει μια υπερτροφική
φιλολογία περί «θυσίας» και περί «ολοκαυτώματος» όπως επικράτησε να
ονομάζεται, κακώς κάκιστα, η Shoah. Τα ίδια σημαίνοντα χρησιμοποιεί και ο Lacan.

Τί πιο ακριβές για να ονομάσεις το έγκλημα Shoah, που στα Εβραϊκά σημαίνει «καταστροφή»;
Ποιός ο
ρόλος των σημαινόντων όπως «ολοκαύτωμα» ή και νύχτα των Κρυστάλλων» (η
φράση είναι ένα απαίσιο αντισημιτικό αστείο του τότε Ναζί Υπουργού
Οικονομικών), έξω από το να συμμετέχουν στη γιγάντια απώθηση από τον
μεταπολεμικό κόσμο της ενοχής γι’ αυτό που συνέβη στο Άουσβιτς,
στο Μπούχενβαλντ, στην Τρεμπλίνκα, το Μαουτχάουζεν κι άλλα τέτοια
μνημεία του «ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού»;
4. Η αρχέγονη σκηνή (Urzene) των μοντέρνων καιρών
Η Shoah δεν βγήκε μέσα από τη «γερμανική ψυχή» αλλά από την Ιστορία.
Αυτό που
συνήθως ονομάζουμε «ψυχική ζωή» είναι ο λαβύρινθος που η ίδια η ιστορία
σκάβει μέσα της, μέσα σε κάθε γενιά, μέσα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Είναι η εσωτερίκευση της διαλεκτικής του Καθολικού και του Ατομικού.
Η Shoah δεν προέκυψε καν, αποκλειστικά, μέσα από την γερμανική ιστορία. Φυσικά οι ιδιορρυθμίες της γερμανικής κοινωνικής ανάπτυξης παίζουν ουσιαστικό ρόλο αλλά κι οι ίδιες ήταν «ένας πρωτότυπος συνδυασμός των βασικών χαρακτηριστικών της παγκόσμιας [ιστορικής] διαδικασίας (Λ. Τρότσκυ).


Δυνατότητες υπήρχαν και χάθηκαν. Τίποτα δεν ήταν αναπόφευκτο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάτι απαίσιο δεν κυοφορούνταν στο λεγόμενο Μοντέρνο Κόσμο επί αιώνες για ν’ αφεθεί να γεννηθεί στον 20ο αιώνα και να τον ρημάξει.
Είναι τυχαίο ότι αυτό που ξέσπασε στο λυκόφως της Δύσης τον 20ο αιώνα είχε ήδη διαφανεί στην αυγή του 15ου αιώνα;

Ο Ιταλός φιλόσοφος Franco Ottolenghi τονίζει ορθότατα, ότι δεν πρόκειται για περιφερειακό φαινόμενο στη γένεση της Modernité, κι ότι πρέπει να ξαναθυμηθούμε την «αρχέγονη σκηνή», με τη φροϋδική έννοια της Urzene, αυτών που την έσπειραν.

Ήταν την περίοδο της Ισπανικής Reconquista, η
ιστορική στιγμή που έγινε η μεταστροφή του προαστικού θεολογικού
αντι-ιουδαϊσμού στο σύγχρονο ρατσιστικό αντισημιτισμό με τη θέσπιση των
πρώτων Estatutos de limbieza de sangre (Κανόνες καθαρότητας αίματος), το 1449, μετά από τη δίκη των Marranos του Toledo.
Πατώντας σ’
αυτή τη βάση του «γενεαλογικού» αποκλεισμού των Εβραίων, στη βάση του
«αίματος» και της «καθαρότητας» η raza, όπως σημειώνει ο Balibaz,
ξεκίνησε την εξόρμησή της για την κατάκτηση του «Νέου Κόσμου»-μέσα από
τη γενοκτονία των αυτόχθονων πληθυσμών και των προκολομβιανών πολιτισμών
του Δυτικού Ημισφαιρίου.

Ο Μοντέρνος Άνθρωπος από τη μια εκμηδένιζε αποστάσεις κι εμπόδια κι ανοίγονταν στον κόσμο και το σύμπαν ως Homo Copernicanus κι από την άλλη όρθωνε νέα γιγάντια τείχη ανάμεσα στους ανθρώπους στη βάση της «τάξης» και του «αίματος».
Μια νέα κοινωνία που έβαζε στο κέντρο το Εγώ και την Ταυτότητα καταδίκαζε εξ αρχής τους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς των Marranos στην κρίση ταυτότητας.


Δεν είναι τυχαίο ότι αγαπημένη ηρωίδα των Marranos ήταν η βασίλισσα Εσθήρ, που έσωσε στα Σούσα τους Εβραίους από τις μηχανορραφίες του Αμάν, γεγονός που εορτάζεται ως «Σουσάν Πουρίμ». Το όνομα Εσθήρ, Εστέρ εβραϊκά συνδέεται με τη λέξη Σέτερ=μυστικό, «…και ούχ υπέδειξεν Εσθήρ το γένος αυτής ουδέ την πατρίδα» (Εσθήρ,β΄10). Εξάλλου
το Πουρίμ σαν γιορτή κατέλαβε στους Εβραίους τη θέση που είχε για τους
χριστιανικούς πληθυσμούς η Αποκριά, ο Καρνάβαλος, η γιορτή της μάσκας,
του Simulacrum.
Η αγωνία
μπροστά στο κενό, που παίρνει τη θέση του αναγνωρισμένου σαν
παντοδύναμου Εγώ, μπροστά στο Simulacrum που πίσω του ξεγλιστράει η
όποια ταυτότητα, περνάει απ’ τους Marranos σ’ όλη τη δυτική πνευματικότητα. Ο S. Kierkegaard και τα ψευδώνυμά του ή ο F. Pesoa θα μπορούσαν να προσυπογράψουν τους παρακάτω στίχους του Marrano ποιητή Miguel de Barrios (1635-1701):
Πώς θα μάθω ποιός είμαι; Όταν ξυπνήσω από τον εαυτό μου κι ονειρευτώ το ταραγμένο σχήμα της αβύσσου…».
Σκιαγραφείται
εδώ και μία οδός πέρα από την κρίση ταυτότητας εντελώς αντίθετη από
εκείνη που είδαμε ν’ ακολουθεί ο μικροαστός ναζί. Στον τελευταίο το
καταρρέων Εγώ πεφυσιούται, η Αυτότητα απολυτοποιείται, η φανταστική
φυλετική Ταυτότητα θεοποιείται. Αντίθετα ο πρώτος μας καλεί σε αφύπνιση
από τη φενάκη του Εγώ και στην ανακάλυψη του Εαυτού ενώπιων της αβύσσου.
Χωρίς του
δραματικούς τόνους του ποιητή αλλά καθόλου με μικρότερη εσωτερική
ένταση, ίσα-ίσα αυτό ήταν που έψαχνε ο Σπινόζα σχεδιάζοντας μια ηθική με
κέντρο όχι την Ταυτότητα αλλά την επανάκτηση της υπόστασης. Αυτή η
επανάκτηση δεν μπορεί παρά να τεθεί με όρους μιας νέας συλλογικότητας,
μιας νέας Κοινότητας χωρίς αποκλεισμούς, μιας αληθινής κοινοκτημοσύνης
των υλικών και πνευματικών αγαθών.
5. Αποκλεισμός
Η διαδοχική
ακολουθία αφομοίωση/εκδίωξη – εγκλεισμός/αφανισμός δεν είναι κάποιο
φαταλιστικό, εξελικτικό, τελεολογικό σχήμα. Είναι οι αλληλένδετες
μεταβατικές στιγμές της λογικής του αποκλεισμού μέσα στον καπιταλισμό.


Ο
καπιταλισμός την περίοδο της ιστορικής του ανόδου σάρωσε τις παλιές
φεουδαρχικές μορφές κοινωνικού αποκλεισμού που στέκονταν εμπόδιο στο
δρόμο του. Συχνά έβγαλε και τους Εβραίους από τα γκέτο, τοποθετώντας
τους στην πρώτη γραμμή της εμπορικής του επέκτασης. Την ίδια στιγμή
όμως, κάτω από την επιφάνεια της νέας χειραφέτησης, ο αποκλεισμός
έμπαινε στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας, όπου η αλλοτρίωση του
παραγωγού απολυτοποιούνταν. Ο άμεσος παραγωγός αποκλείστηκε από τους
όρους της παραγωγής, από την ίδια την παραγωγική διαδικασία, από το
αποτέλεσμά της. Αυτή η άκρα αποξένωση καλύφθηκε με την αφηρημένη
καθολικότητα των ίσων πολιτικών δικαιωμάτων «του ανθρώπου και του
πολίτη».
Η Γαλλική Επανάσταση χειραφέτησε πολιτικά τους Εβραίους (που μετονομάστηκαν σε Français israélites, ισραηλίτες Γάλλους).

Σύμφωνα με τον Hegel,
η πανουργία του Λόγου του Κράτους ήταν να διοχετεύσει όλες τις
διαφορετικότητες στις υποδεέστερες εξω-κρατικές δομές της οικογένειας,
της εκπαίδευσης, της κοινωνίας των ιδιωτών, διατηρώντας πάντα αλώβητη τη
δικιά του συνοχή και ιδεατή ταυτότητα. Αυτήν ακριβώς την άποψη
υποστήριξε με τα δικά του κατώτερα μέσα, εγελειανός επίγονος Bruno Bauer στο «Εβραϊκό ζήτημα» που έγινε στόχος οξύτατης πολεμικής από την μεριά του Κ. Μαρξ.
Η πολεμική παρεξηγήθηκε ή και συκοφαντήθηκε σαν «αντισημιτική»-πράγμα
που κανένας σοβαρός μελετητής δεν μπορεί σήμερα να δεχθεί. Η ουσία της
κριτικής του Μαρξ βρίσκεται στο γεγονός ότι αναποδογυρίζει υλιστικά την αντίληψη του Hegel για
τη σχέση κράτους-κοινωνίας των ιδιωτών, τονίζει την πρωταρχικότητα της
δεύτερης κι ως εκ τούτου τη σχετικότητα των πολιτικών δικαιωμάτων.
Φυσικά και υποστηρίζει την πολιτική χειραφέτηση των Εβραίων αλλά
ορθότατα επισημαίνει ότι αυτή δεν αρκεί κι ότι τελικά θα ακυρωθεί αν δεν
υπάρξει καθολική κοινωνική χειραφέτηση.

«Της
εποχή της ανόδου του, ο καπιταλισμός έβγαλε τον εβραϊκό λαό απ’ το γκέτο
και τον χρησιμοποίησε ως εργαλείο της εμπορικής του επέκτασης. Σήμερα η
παρακμάζουσα καπιταλιστική κοινωνία κινείται να εκθλίψει απ’ όλους τους
πόρους της τον εβραϊκό λαό» έγραφε ο Τρότσκυ την παραμονή της Shoah.
Ακριβώς η ιστορική εμπειρία της καπιταλιστικής παρακμής και του φασισμού έκανε τον Τρότσκυ στα τελευταία χρόνια της ζωής του να κριτικάρει την παραδοσιακή στρατηγική του «αφομοιωτισμού»
που υποστήριζαν οι προοδευτικοί κύκλοι από τη Γαλλική επανάσταση κι
εδώ. Σε μια συνέντευξη του τον Φεβρουάριο του 1934, αρνείται όχι μόνο
ότι είναι οπαδός της αφομοίωσης των Εβραίων αλλά κι ότι έχει οποιοδήποτε
νόημα ο όρος «αφομοίωση». Ταυτόχρονα παραμένει αμετακίνητος στη
ριζική του αντίθεση σε κάθε μορφής εβραϊκής αυτό-απομόνωσης,
συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού Σιωνισμού.

Δεν ήταν
κάποια καινούργια στρατηγική. Χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς σε διάστημα
χιλιετηρίδων. Συνήθως ήταν οι πλουσιότερες, προνομιούχες εβραϊκές ελίτ
που επιχειρούσαν την ενσωμάτωση τους στους κόλπους της εκάστοτε άρχουσας
τάξης. Από την άλλη μεριά υπήρχε και μια «κίνηση αφομοίωσης από τα
κάτω» των φτωχότερων εβραϊκών στρωμάτων με τους άλλους μη εβραίους
καταπιεσμένους. Στη δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται τόσο για «αφομοίωση»
μέσα σ’ ένα δεδομένο πλαίσιο κοινής καταπίεσης, όσο συναδέλφωσης
ενάντια σε κάθε καταπίεση.

Η αφομοίωση
μπλοκάρεται από την ίδια την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, που
λειτουργεί σαν ανασχετικό πλέγμα. Οι «αφομοιούμενοι» μόνο στα διάκενα
του πλέγματος βρίσκουν θέση. Ποτέ η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα της
κυρίαρχης εθνικότητας δεν θα δεχθεί να παραχωρήσει θέσεις της σ’
ανταγωνιστές «αλλογενείς». Πάντα θα χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα της
θέσης και της καταγωγής, για να αποκλείσει κάθε επικίνδυνο διεκδικητή.
Η
ανταγωνιστική αυτή αντίθεση κορυφώνεται με τον Καπιταλισμό και το
σύγχρονο Κράτος-Έθνος. Ο εθνικισμός ιδιαίτερα όταν έχει αφήσει πίσω του
πια την αρχική προοδευτική-εθνικοπελευθερωτική του φάση, αναπτύσσει μια
εθνικο-ρατσιστική λογική για την προστασία των «εθνικών»
(καπιταλιστικών) συμφερόντων με τον αποκλεισμό και τον αφανισμό κάθε «μη
εθνικού στοιχείου».

6. Αυτο-αποκλεισμός ή Αγιασμός (Κιντούς);
Κάθε
ανταγωνιστική ταξική κοινωνία αναπτύσσει τους δικούς της ιδιαίτερους
αποκλεισμούς αλλά καμιά τους δεν ξεφεύγει από τον αντισημιτισμό, της
μιας ή της άλλης μορφής. Δεν είναι το μόνο παράδοξο. Το πιο παράδοξο
είναι ότι παρ’ όλα αυτά οι Εβραίοι επιβίωσαν.
Δεν υπάρχει καμιά μεταφυσική εδώ. Ποιά μεταφυσική εξάλλου μπορεί να επιβιώσει μετά τη Shoah; Ο Rabbi Soloveitchik στο ερώτημα: «πού ήταν ο θεός στο Άουσβιτς;» απαντούσε με το σωστό ερώτημα «μα πού ήταν ο άνθρωπος;»
Οι Εβραίοι
επιβίωσαν όχι παρά την ιστορία αλλά μέσω της Ιστορίας-αυτή τη βασική
μαρξική ιδέα υποστήριξε εύστοχα ο ηρωικός εκείνος Abraham Léon, ο νεαρός τροτσκιστής που έγραψε το πρωτοποριακό για την εποχή του έργο «Η υλιστική αντίληψη του Εβραϊκού ζητήματος», λίγο πριν αποτεφρωθεί κι ο ίδιος στο ναζιστικό κρεματόριο.
Ο Abraham Léon
συνέδεσε την ιστορική επιβίωση του εβραϊκού λαού με τη συγκρότησή του
σ’ ό,τι ονόμασε λαό-τάξη, φορέα των εμπορικών συναλλαγών και της
ανταλλακτικής αξίας.
Η έννοια του
«λαού-τάξης», μιας λαότητας με μονοταξική διάρθρωση είναι θεωρητικά
κάτι περισσότερο από έωλη ιστοριογραφικά, επίσης, είναι αστήρικτη. Ο Maxime Rodinson, στον πρόλογό του στο βιβλίο του Abraham Léon,
έδειξε, πολύ σωστά, ότι η σύνδεση ενός μεγάλου αριθμού εβραίων με τις
εμπορικές δραστηριότητες είναι ένα γεγονός ιστορικά μεταγενέστερο που
γίνεται εμφανές την περίοδο της κρίσης της φεουδαρχίας και της αυγής του
καπιταλισμού. Προηγήθηκαν αιώνες και χιλιετηρίδες εβραϊσμού-και
αντι-εβραϊσμού-πριν συνδεθεί η εικόνα του Εβραίου με το σχετικά μοντέρνο
στερεότυπο του εμπόρου, του τοκογλύφου και του τραπεζίτη.

Το
λεγόμενο «Εβραϊκό πρόβλημα» είναι αξεδιάλυτα δεμένο με το ταξικό
πρόβλημα, τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις με αλληλοσυγκρουόμενα
συμφέροντα. Η σύνδεση είναι γενετική: οι Εβραίοι εμφανίζονται μέσα
στην ιδιαιτερότητά τους μέσω και λόγω της εμφάνισης της ταξικής
κοινωνίας, των πρώτων ιστορικών μορφών και φάσεων διαίρεσης των
προ-ταξικών κοινωνιών σε ταξικές διαχωριστικές γραμμές.

Παραμένουν
πάντα δέσμιοι των κυρίαρχων κάθε εποχής (ασιατικές δεσποτείες,
ελληνιστικά βασίλεια, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Αραβικό Χαλιφάτο, ευρωπαϊκή
Μεσαιωνική φεουδαρχία, καπιταλισμός). Αναπτύσσονται βασικά στα διάκενα,
στους πόρους των κοινωνικών σχηματισμών, έγκλειστοι κι αποκλεισμένοι
ταυτόχρονα.

Οι
Εβραίοι συμπυκνώνουν όλη την ιστορία των ταξικών σχέσεων, τη γένεσή
τους, το ταραχώδες παρελθόν τους, το ακόμα πιο θυελλώδες παρόν τους και
τη διαρκή προσδοκία του μελλοντικού τους τέλους σε μια μεσσιανική
αταξική πανανθρώπινη κοινωνία.

Η
εμφάνιση του αβρααμικού μονοθεϊσμού, όπως κάτω από άλλες συνθήκες η
γέννηση της αρχαίας ελληνική τραγωδίας, είναι η πνευματική μαρτυρία του
τραύματος της γέννησης της ταξικής κοινωνίας-μαζί κι η πρώτη μεσσιανική
προσδοκία του ιστορικού της τέλους. Η αρχαία εβραϊκή λαότητα
συσπειρώνεται γύρω απ’ αυτόν τον άξονα. Παρά τις αναρίθμητες κι
ατέλειωτες διαμάχες ανάμεσα στους ίδιους τους Εβραίους για το «ποιός
είναι Εβραίος» σε ένα υπάρχει απόλυτη ομοφωνία: εκείνο που διακρίνει τον
Εβραίο από τον Goy, τον Εθνικό, είναι ότι ο πρώτος απορρίπτει
κατηγορηματικά την αβοντά ζαρά. Συνήθως οι εβραϊκές λέξεις αβοντά ζαρά, μεταφράζονται ειδωλολατρία. Κατά λέξη όμως σημαίνουν αποξενωμένη εργασία, αλλοτριωμένη εργασία (αβοντά=εργασία, ζαρά=αποξενωμένη, αλλοτριωμένη).
Ο αβρααμικός μονοθεϊσμός είναι η πρώτη κριτική του φετιχισμού των ασιατικών δεσποτειών,
η άρνηση της θεοποίησης μιας κοινότητας που δεν είχε ακόμα αποσπαστεί
από τους όρους παραγωγής αλλά που ο πλούτος της απομυζούνταν με τον πιο
βάρβαρο τρόπο από κυρίαρχες κάστες.
Ο αρχαίος
εβραϊσμός συνέδεσε για πρώτη φορά την εργασία με την ιδιοκτησία.
Βλέποντας την εργασία ως πηγή ιδιοκτησίας δεν τη θεοποίησε. Το αντίθετο,
τη θεώρησε κατάρα θεού, συνέπεια της πτώσης απ’ την Εδέμ. Για την
υπέρβασή της θέσπισε το Σάββατο, ανοίγοντας τη μεσσιανική προοπτική του
έσχατου Σαββατιασμού, όταν θα έρθει η Μεγάλη της καταπαύσεως Ημέρα, όπου
όλη η ανθρωπότητα θα λυτρωθεί από τη δουλεία της εργασίας.

Απ’ αυτήν την σκοπιά η απόρριψη κάθε αβοντά ζαρά, που
οχυρώνεται με τις 613 εντολές (Μιτσβότ) της Πεντατεύχου (Τορά), ΔΕΝ
αποτελεί απλώς έναν τρόπο αυτο-αποκλεισμού και αυτο-συντήρησης μιας
εθνικοθρησκευτικής ομάδας.
Σίγουρα, στη
διάρκεια της ιστορίας, αναπτύχθηκαν και στους Εβραίους διάφορες μορφές
αυτο-αποκλεισμού σαν στρατηγική επιβίωσης. Μορφές αμυντικές ή κι
επιθετικές, μ’ ακραίο παράδειγμα τη δράση των Σιωνιστών εποίκων των
Κατεχόμενων. Η φρικαλέα περίπτωση του σφαγέα της Χεβρώνας δείχνει
ανάγλυφα ότι η ακραία κατάληξη της λογικής του αυτο-αποκλεισμού των
Εβραίων είναι η αυτο-κατάργηση του Εβραίου.

Στο σημείο αυτό είναι χαρακτηριστική μια πλευρά της διαμάχης ανάμεσα σε δυο μεγάλους εβραίους στοχαστές, τον Μαϊμονίδη (1135-1204) και το Ναχμανίδη (1194-1270) πάνω στο ζήτημα των θρησκευτικών τελετουργικών πράξεων.
Για τον Μαϊμονίδη,
οι τελετουργίες έχουν σκοπό να ξεχωρίσουν τους Εβραίους από τους
εθνικούς και να προστατέψουν τους πρώτους από την ειδωλολατρία και τις
προλήψεις της.
Για τον Ναχμανίδη
αντίθετα, πρόκειται για μια θεϊκή παρέμβαση μέσα στην ίδια την τάξη του
σύμπαντος και της ιστορίας, που επέτρεπε, μέσω της εξαγοράς της
αμαρτίας των ίδιων των Εβραίων, τη μεταμόρφωση του κόσμου.
Για τον Μαϊμονίδη η μεσσιανική εποχή δεν θα αλλάξει την κοσμική τάξη, θα απαλλάξει μόνο το Ισραήλ «από την υποταγή στα βασίλεια».
Για τον Ναχμανίδη, αντίθετα, τα πάντα θα αλλάξουν εκ βάθρων και η νέα απελευθερωμένη ανθρωπότητα θα ζήσει σε «ουρανόν καινόν και γην καινήν».
Στα εβραϊκά Άγιος λέγεται Καντός και αγιασμός Κιντούς. Κατά λέξη Καντός θα πει ξεχωριστός, διαχωρισμένος από τα πάντα. Ταυτόχρονα, είναι η ενότητα στην οποία τείνουν τα πάντα.
Μ’ αυτήν την έννοια, για τον Ναχμανίδη
αγιασμός δεν είναι απλώς ό,τι ξεχωρίζει, διαχωρίζει, αποχωρίζει τον
εβραίο από τον εθνικό αλλά ό,τι σε τελευταία ανάλυση θα τους ενώσει μέσα
σ’ έναν αλλαγμένο κόσμο. Είναι κάλεσμα συναδέλφωσης από τα κάτω.

Υπάρχει μια
παράδοση αιώνων και χιλιετηρίδων που δείχνει, ενάντια σε κάθε αντίληψη
εβραϊκής αυτο-απομόνωσης, ότι η κατ’ εξοχήν εβραϊκή ιδιαιτερότητα είναι η
οικουμενικότητα, η τάση για υπέρβαση κάθε ιδιαιτερότητας, ο αποκλεισμός
κάθε αποκλεισμού.

Αυτή είναι η ύψιστη μεταμόρφωση του Dybbuk: μ’ ένα σάλτο υψώνεται από το γκέτο στην Παγκοσμιότητα κι εγκαταλείπει την παράδοση του διασώζοντάς την.
Οι
προαναφερθείσες μεγάλες μορφές της σύγχρονης χειραφέτησης εκφράζουν στο
πιο ψηλό σημείο το γεγονός ότι ο Εβραίος από την «τοπολογική» του θέση
μέσα στην ταξική κοινωνία, στη διαπλοκή της ιστορίας της, στα μεταίχμια
πάντα των αντιφάσεων, στα σημεία μετάβασής τους στο χώρο και στο χρόνο,
υφίσταται από τους πρώτους τις τραγικές συνέπειες κάθε μετάβασης,
συνειδητός πρωταγωνιστής και θύμα της. Σε τελευταία ανάλυση έχει να
επιλέξει πάντα ανάμεσα σε διαρκή καταστροφή και διαρκή επανάσταση.
Σημ/Σεμ στα εβραϊκά θα πει όνομα. Οι αντισημίτες είναι οι εχθροί του ονόματος. Σεμότ/ονόματα, ονομάζεται στα εβραϊκά το δεύτερο βιβλίο της Πεντάτευχου, η Έξοδος.
Γιατί-εξηγούν οι ερμηνευτές-μόνο με την Έξοδο από τη γη της δουλείας,
με την απελευθέρωση αποκτάς για πρώτη φορά το όνομα και την τιμή του
προσώπου. «Ταύτα τα ονόματα των υιών Ισραήλ…».
Κανένας διωκόμενος και περιπλανώμενος Dybbuk δεν μπορεί να έχει το ένα και μόνο όνομά του, όσο είναι στη Γκαλούτ,
την κοιλάδα των δακρύων, την εξορία. Σπάνια Εβραίος έχει ένα όνομα,
συνήθως αυτό αναλύεται σ’ όλα τα χρώματα του φάσματος, ανάλογα με το
πρίσμα της συγκυρίας και του τόπου. Τα παραδείγματα άπειρα: από τους Τρείς Παίδες στην Κάμινο, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία που λεγόταν και Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ μέχρι τον ήρωα του «Αντίκτυπου του νού» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη-τη συγκλονιστικότερη καταγγελία του αντισημιτισμού στο νεοελληνικό λόγο-που είχε λιτανεία ονομάτων, Σαββατίνος ή Σαμβατόρος ή Σάλβος ή Σάββας.
Το μοναδικό όνομα είναι εκείνο της Ελευθερίας γι’ αυτό και μένει πάντα ακατανόμαστο το Τετραγράμματο Όνομα του Θεού.
Γιόντ, Χε,
Βαβ,,Χε. (Κακώς κάκιστα εκφωνήθηκε σαν Γιαχβέ ή Γιεχωβά). Το
Τετραγράμματον αρχίζει στα εβραϊκά με το γράμμα Γιόντ-το γράμμα που
μπροστά σ’ ένα ρήμα δίνει τη διάσταση του μέλλοντος. Το όνομα της Ελευθερίας βρίσκεται στο μέλλον. Θ’ ακουστεί μόνον όταν δεν θα υπάρχει ούτε ένας καταπιεσμένος επί γης.
Μπαρούχ Α Σέμ! Ευλογητό το όνομα!
Απρίλης-Μάης 1994
Σάββας Μιχαήλ
Δημοσιεύτηκε
στην τριμηνιαία περιοδική έκδοση της επιστημονικής ένωσης του ΨΝΑ,
«Τετράδια Ψυχιατρικής», Ιούλης-Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1994.
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου